ποδοῤῥαγής

ποδοῤῥαγής
ποδοῤ-ῥαγής, ές, durch einen Fußtritt aufgesprengt, geöffnet; δῶρα ἵππου, von der durch den Schlag des Pferdehufes entstandenen Quelle

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ποδορραγής — ές Α (για το νερό τής Ιπποκρήνης και τής Πειρήνης) αυτό που ανάβλυσε όταν ένα πόδι αλόγου ράγισε την πέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ρραγής (< θ. ραγ , πρβλ. ἐ ρράγ ην, παθ. αόρ. β τού ῥήγνυμι «σπάω»), πρβλ. αιμο ρραγής] …   Dictionary of Greek

  • ποδορραγέα — ποδορραγής bursting forth at a stamp of the foot neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ποδορραγής bursting forth at a stamp of the foot masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”